- τοπικιστής
- ο, θηλ. τοπικίστριο, Νο διαπνεόμενος από τοπικισμό, ο προσηλωμένος υπερβολικά και αποκλειστικά στα συμφέροντα τής ιδιαίτερης πατρίδας του.[ΕΤΥΜΟΛ. < τοπικός + κατάλ. -ιστής*. Η λ. μαρτυρείται από το 1892 στην εφημερίδα Ακρόπολις].
Dictionary of Greek. 2013.